- τροχίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια γαστερόποδων μαλακίων τών θερμών θαλασσών με χαρακτηριστικό γένος τον τροχό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek